- κεντρίτις
- κεντρῑτις, ἡ (Α) [κέντρον]1. η θέση τού σώματος τού αλόγου όπου γινόταν παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας2. φρ. «κεντρῑτις βοτάνη» — μαγικό βότανο πάπ..
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντρῖτις — prickly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρῖτιν — κεντρῖτις prickly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίτιδος — κεντρί̱τιδος , κεντρῖτις prickly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)